Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κορμός
κοροπλάθος
κόρος
κόρος
κόρος
κόρος
κόρση
κόρταλον
Κορύβαντες
κορυβαντιάω
κορυβαντίζω
κορυδός
κορυζάω
κόρυθα
κορυθᾱ́ῑξ
κορυθαίολος
κόρυμβος
κορύνη
κορυνήτης
κορυνηφόροι
κορυπτίλος
View word page
κορυβαντίζω
κορυβαντίζωvb induce Corybantic possessionin a person, to cure a mental disorderAr.

ShortDef

to purify by Corybantic rites

Debugging

Headword:
κορυβαντίζω
Headword (normalized):
κορυβαντίζω
Headword (normalized/stripped):
κορυβαντιζω
IDX:
23289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23290
Key:
κορυβαντίζω

Data

{'headword_display': '<b>κορυβαντίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κορυβαντίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>induce Corybantic possession<Expl>in a person, to cure a mental disorder</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κορυβαντίζω'}