Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κόρη
κόρη
κόρημα
κορθῡ́νω
κορθύομαι
κόρθυς
κορίαννα
κορίζομαι
Κόρινθος
κόριον
κόρις
κορίχιον
κορκορυγή
Κόρκῡρα
κορμός
κοροπλάθος
κόρος
κόρος
κόρος
κόρος
κόρση
View word page
κόρις
κόριςεωςm bedbugAr.

ShortDef

a bug

Debugging

Headword:
κόρις
Headword (normalized):
κόρις
Headword (normalized/stripped):
κορις
IDX:
23275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23276
Key:
κόρις

Data

{'headword_display': '<b>κόρις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κόρις</HL><Infl>εως</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>bedbug</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κόρις'}