Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κορέννῡμι
κορεύματα
κορεύομαι
κορέω
κορέω
κόρη
κόρη
κόρημα
κορθῡ́νω
κορθύομαι
κόρθυς
κορίαννα
κορίζομαι
Κόρινθος
κόριον
κόρις
κορίχιον
κορκορυγή
Κόρκῡρα
κορμός
κοροπλάθος
View word page
κόρθυς
κόρθυςυοςf heapswatheof scythed cornTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κόρθυς
Headword (normalized):
κόρθυς
Headword (normalized/stripped):
κορθυς
IDX:
23270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23271
Key:
κόρθυς

Data

{'headword_display': '<b>κόρθυς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κόρθυς</HL><Infl>υος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>heap<or/>swathe<Expl>of scythed corn</Expl></Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κόρθυς'}