Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κορδᾱκισμός
κόρδᾱξ
Κόρεια
κορέννῡμι
κορεύματα
κορεύομαι
κορέω
κορέω
κόρη
κόρη
κόρημα
κορθῡ́νω
κορθύομαι
κόρθυς
κορίαννα
κορίζομαι
Κόρινθος
κόριον
κόρις
κορίχιον
κορκορυγή
View word page
κόρημα
κόρημαατοςnκορέω1 broomAr.

ShortDef

a besom, broom

Debugging

Headword:
κόρημα
Headword (normalized):
κόρημα
Headword (normalized/stripped):
κορημα
IDX:
23267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23268
Key:
κόρημα

Data

{'headword_display': '<b>κόρημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κόρημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>κορέω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>broom</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κόρημα'}