Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κορακῖνος
κόραξ
κορᾱ́σιον
κορβᾶν
κορδᾱκίζω
κορδᾱκικός
κορδᾱκισμός
κόρδᾱξ
Κόρεια
κορέννῡμι
κορεύματα
κορεύομαι
κορέω
κορέω
κόρη
κόρη
κόρημα
κορθῡ́νω
κορθύομαι
κόρθυς
κορίαννα
View word page
κορεύματα
κορεύματατωνn.plκορεύομαι maidenhood, virginityE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κορεύματα
Headword (normalized):
κορεύματα
Headword (normalized/stripped):
κορευματα
IDX:
23261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23262
Key:
κορεύματα

Data

{'headword_display': '<b>κορεύματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κορεύματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>κορεύομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>maidenhood, virginity</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κορεύματα'}