Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κόπρια
κοπρίζω
κοπρολόγος
κόπρος
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρώδης
κοπρών
κόπτω
κοπώδης
κόρᾱ
κορακῖνος
κόραξ
κορᾱ́σιον
κορβᾶν
κορδᾱκίζω
κορδᾱκικός
κορδᾱκισμός
κόρδᾱξ
Κόρεια
κορέννῡμι
View word page
κόρᾱ
κόρᾱΚόρᾱdial.fseeκόρη1

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κόρᾱ
Headword (normalized):
κόρᾱ
Headword (normalized/stripped):
κορα
IDX:
23250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23251
Key:
κόρᾱ

Data

{'headword_display': '<b>κόρᾱ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κόρᾱ</HL><VL><FmHL>Κόρᾱ</FmHL></VL><PS>dial.f</PS></HG><XR>see<Ref>κόρη<Hm>1</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'κόρᾱ'}