Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοπρίᾱ
κόπρια
κοπρίζω
κοπρολόγος
κόπρος
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρώδης
κοπρών
κόπτω
κοπώδης
κόρᾱ
κορακῖνος
κόραξ
κορᾱ́σιον
κορβᾶν
κορδᾱκίζω
κορδᾱκικός
κορδᾱκισμός
κόρδᾱξ
Κόρεια
View word page
κοπώδης
κοπώδηςεςadjκόπος of a feast-dayexhaustingPlu.

ShortDef

wearying, wearing

Debugging

Headword:
κοπώδης
Headword (normalized):
κοπώδης
Headword (normalized/stripped):
κοπωδης
IDX:
23249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23250
Key:
κοπώδης

Data

{'headword_display': '<b>κοπώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κοπώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κόπος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a feast-day</Indic><Tr>exhausting</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κοπώδης'}