Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Κόπρειος
κοπρέω
κοπρίᾱ
κόπρια
κοπρίζω
κοπρολόγος
κόπρος
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρώδης
κοπρών
κόπτω
κοπώδης
κόρᾱ
κορακῖνος
κόραξ
κορᾱ́σιον
κορβᾶν
κορδᾱκίζω
κορδᾱκικός
κορδᾱκισμός
View word page
κοπρών
κοπρώνῶνοςm shithouse, latrineAr. D.

ShortDef

a place for dung, privy

Debugging

Headword:
κοπρών
Headword (normalized):
κοπρών
Headword (normalized/stripped):
κοπρων
IDX:
23247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23248
Key:
κοπρών

Data

{'headword_display': '<b>κοπρών</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κοπρών</HL><Infl>ῶνος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>shithouse, latrine</Tr><Au>Ar. D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κοπρών'}