Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοπραγωγέω
Κόπρειος
κοπρέω
κοπρίᾱ
κόπρια
κοπρίζω
κοπρολόγος
κόπρος
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρώδης
κοπρών
κόπτω
κοπώδης
κόρᾱ
κορακῖνος
κόραξ
κορᾱ́σιον
κορβᾶν
κορδᾱκίζω
κορδᾱκικός
View word page
κοπρώδης
κοπρώδηςεςadj tainted with dungof waxmixed with dirt, dirtyPl.

ShortDef

like dung

Debugging

Headword:
κοπρώδης
Headword (normalized):
κοπρώδης
Headword (normalized/stripped):
κοπρωδης
IDX:
23246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23247
Key:
κοπρώδης

Data

{'headword_display': '<b>κοπρώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κοπρώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>tainted with dung</Def><aS2><Indic>of wax</Indic><Tr>mixed with dirt, dirty</Tr><Au>Pl.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'κοπρώδης'}