Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοππατίᾱς
κοπραγωγέω
Κόπρειος
κοπρέω
κοπρίᾱ
κόπρια
κοπρίζω
κοπρολόγος
κόπρος
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρώδης
κοπρών
κόπτω
κοπώδης
κόρᾱ
κορακῖνος
κόραξ
κορᾱ́σιον
κορβᾶν
κορδᾱκίζω
View word page
κοπρο-φόρος
κοπρο-φόροςονadjφέρω of a basketfor carrying dungX.

ShortDef

carrying dung

Debugging

Headword:
κοπροφόρος
Headword (normalized):
κοπροφόρος
Headword (normalized/stripped):
κοπροφορος
IDX:
23245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23246
Key:
κοπροφόρος

Data

{'headword_display': '<b>κοπρο-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κοπρο-φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a basket</Indic><Tr>for carrying dung</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κοπροφόρος'}