Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοπιάω
κοπίς
κόπις
κόπος
κοππατίᾱς
κοπραγωγέω
Κόπρειος
κοπρέω
κοπρίᾱ
κόπρια
κοπρίζω
κοπρολόγος
κόπρος
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρώδης
κοπρών
κόπτω
κοπώδης
κόρᾱ
κορακῖνος
View word page
κοπρίζω
κοπρίζωvbseeκοπρέω

ShortDef

to dung, manure

Debugging

Headword:
κοπρίζω
Headword (normalized):
κοπρίζω
Headword (normalized/stripped):
κοπριζω
IDX:
23241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23242
Key:
κοπρίζω

Data

{'headword_display': '<b>κοπρίζω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κοπρίζω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>κοπρέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κοπρίζω'}