Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοπετός
κοπιάω
κοπίς
κόπις
κόπος
κοππατίᾱς
κοπραγωγέω
Κόπρειος
κοπρέω
κοπρίᾱ
κόπρια
κοπρίζω
κοπρολόγος
κόπρος
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρώδης
κοπρών
κόπτω
κοπώδης
κόρᾱ
View word page
κόπρια
κόπριαωνn.pl dung, excrementof persons or animalsNT. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κόπρια
Headword (normalized):
κόπρια
Headword (normalized/stripped):
κοπρια
IDX:
23240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23241
Key:
κόπρια

Data

{'headword_display': '<b> κόπρια</b>', 'content': '<NE><HG><HL> κόπρια</HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>dung, excrement<Expl>of persons or animals</Expl></Tr><Au>NT. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κόπρια'}