Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κομψεύω
κομψοπρεπής
κομψός
κομψότης
κοναβέω
κοναβίζω
κόναβος
κόνδυ
κόνδυλος
κονίᾱ
κονιᾱτός
κονιάω
κονιορτός
κόνιος
κονῑ́πους
κόνις
κονῑ́σαλος
κονίστρᾱ
κονῑ́ω
κοννέω
κοντός
View word page
κονιᾱτός
κονιᾱτόςή όνadjκονιάω of water-tankslined with plasterX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κονιᾱτός
Headword (normalized):
κονιᾱτός
Headword (normalized/stripped):
κονιατος
IDX:
23217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23218
Key:
κονιᾱτός

Data

{'headword_display': '<b>κονιᾱτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κονιᾱτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κονιάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of water-tanks</Indic><Tr>lined with plaster</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κονιᾱτός'}