Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κομπώδης
κομψείᾱ
κομψευρῑπικῶς
κομψεύω
κομψοπρεπής
κομψός
κομψότης
κοναβέω
κοναβίζω
κόναβος
κόνδυ
κόνδυλος
κονίᾱ
κονιᾱτός
κονιάω
κονιορτός
κόνιος
κονῑ́πους
κόνις
κονῑ́σαλος
κονίστρᾱ
View word page
κόνδυ
κόνδυυοςnloanwd. drinking-cup, tankardMen.

ShortDef

drinking-vessel

Debugging

Headword:
κόνδυ
Headword (normalized):
κόνδυ
Headword (normalized/stripped):
κονδυ
IDX:
23214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23215
Key:
κόνδυ

Data

{'headword_display': '<b>κόνδυ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κόνδυ</HL><Infl>υος</Infl><PS>n</PS><Ety>loanwd.</Ety></HG> <nS1><Tr>drinking-cup, tankard</Tr><Au>Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κόνδυ'}