Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κομπέω
κομπολᾱκέω
κομπολᾱκύθης
κομπός
κόμπος
κομποφακελορρήμων
κομπώδης
κομψείᾱ
κομψευρῑπικῶς
κομψεύω
κομψοπρεπής
κομψός
κομψότης
κοναβέω
κοναβίζω
κόναβος
κόνδυ
κόνδυλος
κονίᾱ
κονιᾱτός
κονιάω
View word page
κομψο-πρεπής
κομψο-πρεπήςέςadjπρέπω of verbal artistryclever-looking, stylishAr.

ShortDef

dainty-seeming

Debugging

Headword:
κομψοπρεπής
Headword (normalized):
κομψοπρεπής
Headword (normalized/stripped):
κομψοπρεπης
IDX:
23208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23209
Key:
κομψοπρεπής

Data

{'headword_display': '<b>κομψο-πρεπής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κομψο-πρεπής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πρέπω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of verbal artistry</Indic><Tr>clever-looking, stylish</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κομψοπρεπής'}