Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κομπάσματα
κομπασμός
κομπαστής
κομπέω
κομπολᾱκέω
κομπολᾱκύθης
κομπός
κόμπος
κομποφακελορρήμων
κομπώδης
κομψείᾱ
κομψευρῑπικῶς
κομψεύω
κομψοπρεπής
κομψός
κομψότης
κοναβέω
κοναβίζω
κόναβος
κόνδυ
κόνδυλος
View word page
κομψείᾱ
κομψείᾱᾱςfκομψεύω nicety, subtle point, quibblein a philosophical discussionPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κομψείᾱ
Headword (normalized):
κομψείᾱ
Headword (normalized/stripped):
κομψεια
IDX:
23205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23206
Key:
κομψείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>κομψείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κομψείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κομψεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>nicety, subtle point, quibble<Expl>in a philosophical discussion</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κομψείᾱ'}