Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κομπάζω
Κομπασεύς
κομπάσματα
κομπασμός
κομπαστής
κομπέω
κομπολᾱκέω
κομπολᾱκύθης
κομπός
κόμπος
κομποφακελορρήμων
κομπώδης
κομψείᾱ
κομψευρῑπικῶς
κομψεύω
κομψοπρεπής
κομψός
κομψότης
κοναβέω
κοναβίζω
κόναβος
View word page
κομπο-φακελο-ρρήμων
κομπο-φακελο-ρρήμωνονgen.ονοςadjφάκελοςῥῆμα of Aeschylusuttering bundles of boastful wordsAr.

ShortDef

pomp-bundle-worded

Debugging

Headword:
κομποφακελορρήμων
Headword (normalized):
κομποφακελορρήμων
Headword (normalized/stripped):
κομποφακελορρημων
IDX:
23203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23204
Key:
κομποφακελορρήμων

Data

{'headword_display': '<b>κομπο-φακελο-ρρήμων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κομπο-φακελο-ρρήμων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ονος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φάκελος</Ref><Ref>ῥῆμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Aeschylus</Indic><Tr>uttering bundles of boastful words</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κομποφακελορρήμων'}