Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κομμωτικός
κομμώτρια
κομόωντες
κομπάζω
Κομπασεύς
κομπάσματα
κομπασμός
κομπαστής
κομπέω
κομπολᾱκέω
κομπολᾱκύθης
κομπός
κόμπος
κομποφακελορρήμων
κομπώδης
κομψείᾱ
κομψευρῑπικῶς
κομψεύω
κομψοπρεπής
κομψός
κομψότης
View word page
κομπολᾱκύθης
κομπολᾱκύθηςor perh.κομπολᾱ́κυθοςουmκομπολᾱκέω, also reltd.ληκυθίζω as a supposed species of birdbig-mouthed boastardAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κομπολᾱκύθης
Headword (normalized):
κομπολᾱκύθης
Headword (normalized/stripped):
κομπολακυθης
IDX:
23200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23201
Key:
κομπολᾱκύθης

Data

{'headword_display': '<b>κομπολᾱκύθης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κομπολᾱκύθης<VL><Lbl>or perh.</Lbl><FmHL>κομπολᾱ́κυθος</FmHL></VL></HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>κομπολᾱκέω</Ref>, also reltd.<Ref>ληκυθίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>as a supposed species of bird</Indic><Tr>big-mouthed boastard</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κομπολᾱκύθης'}