Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κομίσκᾱ
κομιστέος
κομιστήρ
κομιστής
κόμιστρα
κομιῶ
κόμμα
κόμμι
κομμός
κομμωτικός
κομμώτρια
κομόωντες
κομπάζω
Κομπασεύς
κομπάσματα
κομπασμός
κομπαστής
κομπέω
κομπολᾱκέω
κομπολᾱκύθης
κομπός
View word page
κομμώτρια
κομμώτριαᾱςf personal attendantref. to a lady's maid or sim.Ar. Pl.

ShortDef

a dresser, tirewoman

Debugging

Headword:
κομμώτρια
Headword (normalized):
κομμώτρια
Headword (normalized/stripped):
κομμωτρια
IDX:
23191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23192
Key:
κομμώτρια

Data

{'headword_display': '<b>κομμώτρια</b>', 'content': "<NE><HG><HL>κομμώτρια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>personal attendant<Expl>ref. to a lady's maid or sim.</Expl></Tr><Au>Ar. Pl.</Au></nS1></NE>", 'key': 'κομμώτρια'}