Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κομίζω
κομίσκᾱ
κομιστέος
κομιστήρ
κομιστής
κόμιστρα
κομιῶ
κόμμα
κόμμι
κομμός
κομμωτικός
κομμώτρια
κομόωντες
κομπάζω
Κομπασεύς
κομπάσματα
κομπασμός
κομπαστής
κομπέω
κομπολᾱκέω
κομπολᾱκύθης
View word page
κομμωτικός
κομμωτικόςή όνadjκομμόω embellish, adorn relating to adornmentfem.sb.art of beautifyingoneself, w. cosmetics or sim.Pl.

ShortDef

of or for embellishment

Debugging

Headword:
κομμωτικός
Headword (normalized):
κομμωτικός
Headword (normalized/stripped):
κομμωτικος
IDX:
23190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23191
Key:
κομμωτικός

Data

{'headword_display': '<b>κομμωτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κομμωτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Gr>κομμόω</Gr> <ital>embellish, adorn</ital></Ety></HG> <aS1><Def>relating to adornment</Def><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of beautifying<Expl>oneself, w. cosmetics or sim.</Expl></Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'κομμωτικός'}