Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κομιδή
κομιδῇ
κομίζω
κομίσκᾱ
κομιστέος
κομιστήρ
κομιστής
κόμιστρα
κομιῶ
κόμμα
κόμμι
κομμός
κομμωτικός
κομμώτρια
κομόωντες
κομπάζω
Κομπασεύς
κομπάσματα
κομπασμός
κομπαστής
κομπέω
View word page
κόμμι
κόμμιindecl.nEgyptian loanwd. gumfr. the acacia treeHdt. Arist.

ShortDef

gum

Debugging

Headword:
κόμμι
Headword (normalized):
κόμμι
Headword (normalized/stripped):
κομμι
IDX:
23188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23189
Key:
κόμμι

Data

{'headword_display': '<b>κόμμι</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κόμμι</HL><PS>indecl.n</PS><Ety>Egyptian loanwd.</Ety></HG> <nS1><Tr>gum<Expl>fr. the acacia tree</Expl></Tr><Au>Hdt. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κόμμι'}