Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κόμαρος
κομαροφάγος
κομάω
κομέω
κόμη
κομήτης
κομιδή
κομιδῇ
κομίζω
κομίσκᾱ
κομιστέος
κομιστήρ
κομιστής
κόμιστρα
κομιῶ
κόμμα
κόμμι
κομμός
κομμωτικός
κομμώτρια
κομόωντες
View word page
κομιστέος
κομιστέοςᾱ ονvbl.adjκομίζω of fruitsto be harvestedA.

ShortDef

to be taken care of, to be gathered in

Debugging

Headword:
κομιστέος
Headword (normalized):
κομιστέος
Headword (normalized/stripped):
κομιστεος
IDX:
23182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23183
Key:
κομιστέος

Data

{'headword_display': '<b>κομιστέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κομιστέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS><Ety><Ref>κομίζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of fruits</Indic><Tr>to be harvested</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κομιστέος'}