Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κόμᾱ
κόμαρος
κομαροφάγος
κομάω
κομέω
κόμη
κομήτης
κομιδή
κομιδῇ
κομίζω
κομίσκᾱ
κομιστέος
κομιστήρ
κομιστής
κόμιστρα
κομιῶ
κόμμα
κόμμι
κομμός
κομμωτικός
κομμώτρια
View word page
κομίσκᾱ
κομίσκᾱᾱςdial.fdimin. κόμη collectv.sg.hair, tressesof a girlAlcm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κομίσκᾱ
Headword (normalized):
κομίσκᾱ
Headword (normalized/stripped):
κομισκα
IDX:
23181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23182
Key:
κομίσκᾱ

Data

{'headword_display': '<b>κομίσκᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κομίσκᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>dial.f</PS><Ety>dimin. <Ref>κόμη</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>collectv.sg.</Indic><Tr>hair, tresses<Expl>of a girl</Expl></Tr><Au>Alcm.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κομίσκᾱ'}