Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Κόλχοι
κολῳάω
κολῶμαι
κολώνη
κολωνίᾱ
κολωνός
Κολωνός
κολῳός
κόμᾱ
κόμαρος
κομαροφάγος
κομάω
κομέω
κόμη
κομήτης
κομιδή
κομιδῇ
κομίζω
κομίσκᾱ
κομιστέος
κομιστήρ
View word page
κομαρο-φάγος
κομαροφάγοςονadjφαγεῖν of a kind of birdeating the arbutus fruitAr.

ShortDef

eating the fruit of the arbutus

Debugging

Headword:
κομαροφάγος
Headword (normalized):
κομαροφάγος
Headword (normalized/stripped):
κομαροφαγος
IDX:
23173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23174
Key:
κομαροφάγος

Data

{'headword_display': '<b>κομαρο-φάγος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κομαρο<hyph/>φάγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φαγεῖν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a kind of bird</Indic><Tr>eating the arbutus fruit</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κομαροφάγος'}