Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κόλπωμα
κολυμβάς
κολυμβάω
κολυμβήθρᾱ
κολυμβητήρ
κολυμβητής
κολυμβητικός
κολυμβίς
Κόλχοι
κολῳάω
κολῶμαι
κολώνη
κολωνίᾱ
κολωνός
Κολωνός
κολῳός
κόμᾱ
κόμαρος
κομαροφάγος
κομάω
κομέω
View word page
κολῶμαι
κολῶμαιfut.mid.seeκολάζω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κολῶμαι
Headword (normalized):
κολῶμαι
Headword (normalized/stripped):
κολωμαι
IDX:
23165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23166
Key:
κολῶμαι

Data

{'headword_display': '<b>κολῶμαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>κολῶμαι<LblR>fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κολάζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κολῶμαι'}