Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κολπώδης
κόλπωμα
κολυμβάς
κολυμβάω
κολυμβήθρᾱ
κολυμβητήρ
κολυμβητής
κολυμβητικός
κολυμβίς
Κόλχοι
κολῳάω
κολῶμαι
κολώνη
κολωνίᾱ
κολωνός
Κολωνός
κολῳός
κόμᾱ
κόμαρος
κομαροφάγος
κομάω
View word page
κολῳάω
κολῳάωcontr.vbapp.reltd. κολοιός make a clamorous dinof a personbicker and shoutIl.

ShortDef

to brawl, scold

Debugging

Headword:
κολῳάω
Headword (normalized):
κολῳάω
Headword (normalized/stripped):
κολωαω
IDX:
23164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23165
Key:
κολῳάω

Data

{'headword_display': '<b>κολῳάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κολῳάω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety>app.reltd. <Ref>κολοιός</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Def>make a clamorous din</Def><vS2><Indic>of a person</Indic><Tr>bicker and shout</Tr><Au>Il.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'κολῳάω'}