Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κόλπος
κολπόω
κολπώδης
κόλπωμα
κολυμβάς
κολυμβάω
κολυμβήθρᾱ
κολυμβητήρ
κολυμβητής
κολυμβητικός
κολυμβίς
Κόλχοι
κολῳάω
κολῶμαι
κολώνη
κολωνίᾱ
κολωνός
Κολωνός
κολῳός
κόμᾱ
κόμαρος
View word page
κολυμβίς
κολυμβίςίδοςf alsoκόλυμβοςουm a kind of diving birdprob.grebeAr.

ShortDef

a diver

Debugging

Headword:
κολυμβίς
Headword (normalized):
κολυμβίς
Headword (normalized/stripped):
κολυμβις
IDX:
23162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23163
Key:
κολυμβίς

Data

{'headword_display': '<b>κολυμβίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κολυμβίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS> <HG2><Lbl>also</Lbl><HL2>κόλυμβος</HL2><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG2></HG> <nS1><Def>a kind of diving bird</Def><nS2><Qualif>prob.</Qualif><Tr>grebe</Tr><Au>Ar.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'κολυμβίς'}