Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κολπίᾱς
κόλπος
κολπόω
κολπώδης
κόλπωμα
κολυμβάς
κολυμβάω
κολυμβήθρᾱ
κολυμβητήρ
κολυμβητής
κολυμβητικός
κολυμβίς
Κόλχοι
κολῳάω
κολῶμαι
κολώνη
κολωνίᾱ
κολωνός
Κολωνός
κολῳός
κόμᾱ
View word page
κολυμβητικός
κολυμβητικόςή όνadj relating to divingfem.sb.art of divingPl.

ShortDef

of or for diving

Debugging

Headword:
κολυμβητικός
Headword (normalized):
κολυμβητικός
Headword (normalized/stripped):
κολυμβητικος
IDX:
23161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23162
Key:
κολυμβητικός

Data

{'headword_display': '<b>κολυμβητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κολυμβητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>relating to diving</Def><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of diving</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'κολυμβητικός'}