Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κολούω
κολοφών
κολπίᾱς
κόλπος
κολπόω
κολπώδης
κόλπωμα
κολυμβάς
κολυμβάω
κολυμβήθρᾱ
κολυμβητήρ
κολυμβητής
κολυμβητικός
κολυμβίς
Κόλχοι
κολῳάω
κολῶμαι
κολώνη
κολωνίᾱ
κολωνός
Κολωνός
View word page
κολυμβητήρ
κολυμβητήρῆροςm one who divesdiverA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κολυμβητήρ
Headword (normalized):
κολυμβητήρ
Headword (normalized/stripped):
κολυμβητηρ
IDX:
23159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23160
Key:
κολυμβητήρ

Data

{'headword_display': '<b>κολυμβητήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κολυμβητήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who dives</Def><Tr>diver</Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κολυμβητήρ'}