Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀωρόνυκτος
ἄωρος
ἄωρος
ἄωρος
ἄωρτο
ᾱ̓ώς
ἀωτέω
Ᾱ̓ῶτις
ἄωτος
ἄωτος
ἀδροτής
ἅδρυνσις
ἁδρῡ́νω
ἀδρυφής
ᾱ̔δύγλωσσος
ᾱ̔δυεπής
ἀδυναμίᾱ
ἀδυνασίᾱ
ἀδυνατέω
ἀδύνατος
ᾱ̔δύοδμος
View word page
ἀδροτής
ἀδροτήςfseeἀνδροτής

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀδροτής
Headword (normalized):
ἀδροτής
Headword (normalized/stripped):
αδροτης
IDX:
2315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2316
Key:
ἀδροτής

Data

{'headword_display': '<b>ἀδροτής</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀδροτής</HL><PS>f</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνδροτής</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀδροτής'}