Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κολουραῖος
κόλουρος
κόλουσις
κολούω
κολοφών
κολπίᾱς
κόλπος
κολπόω
κολπώδης
κόλπωμα
κολυμβάς
κολυμβάω
κολυμβήθρᾱ
κολυμβητήρ
κολυμβητής
κολυμβητικός
κολυμβίς
Κόλχοι
κολῳάω
κολῶμαι
κολώνη
View word page
κολυμβάς
κολυμβάςάδοςfκολυμβάω olive swimming in brinepickled oliveCall.

ShortDef

swimming

Debugging

Headword:
κολυμβάς
Headword (normalized):
κολυμβάς
Headword (normalized/stripped):
κολυμβας
IDX:
23156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23157
Key:
κολυμβάς

Data

{'headword_display': '<b>κολυμβάς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κολυμβάς</HL><Infl>άδος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κολυμβάω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>olive swimming in brine</Def><Tr>pickled olive</Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κολυμβάς'}