Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κολοκύντη
κόλον
κόλος
κολοσσός
κολοσυρτός
κολουραῖος
κόλουρος
κόλουσις
κολούω
κολοφών
κολπίᾱς
κόλπος
κολπόω
κολπώδης
κόλπωμα
κολυμβάς
κολυμβάω
κολυμβήθρᾱ
κολυμβητήρ
κολυμβητής
κολυμβητικός
View word page
κολπίᾱς
κολπίᾱςουmasc.adjκόλπος of a robehanging in foldsA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κολπίᾱς
Headword (normalized):
κολπίᾱς
Headword (normalized/stripped):
κολπιας
IDX:
23151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23152
Key:
κολπίᾱς

Data

{'headword_display': '<b>κολπίᾱς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κολπίᾱς</HL><Infl>ου</Infl><PS>masc.adj</PS><Ety><Ref>κόλπος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a robe</Indic><Tr>hanging in folds</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κολπίᾱς'}