Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κολόκῡμα
κολοκύντη
κόλον
κόλος
κολοσσός
κολοσυρτός
κολουραῖος
κόλουρος
κόλουσις
κολούω
κολοφών
κολπίᾱς
κόλπος
κολπόω
κολπώδης
κόλπωμα
κολυμβάς
κολυμβάω
κολυμβήθρᾱ
κολυμβητήρ
κολυμβητής
View word page
κολοφών
κολοφώνῶνοςm finishing touchto an argument or storyPl.

ShortDef

a summit, top, finishing
Colophon

Debugging

Headword:
κολοφών
Headword (normalized):
κολοφών
Headword (normalized/stripped):
κολοφων
IDX:
23150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23151
Key:
κολοφών

Data

{'headword_display': '<b>κολοφών</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κολοφών</HL><Infl>ῶνος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>finishing touch<Expl>to an argument or story</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κολοφών'}