Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κολοβόω
κολόβωμα
κολοίαρχος
κολοιός
κολόκῡμα
κολοκύντη
κόλον
κόλος
κολοσσός
κολοσυρτός
κολουραῖος
κόλουρος
κόλουσις
κολούω
κολοφών
κολπίᾱς
κόλπος
κολπόω
κολπώδης
κόλπωμα
κολυμβάς
View word page
κολουραῖος
κολουραῖοςη ονIon.adjκόλουρος with a section missingof a stonehollowCall.

ShortDef

steep, abrupt

Debugging

Headword:
κολουραῖος
Headword (normalized):
κολουραῖος
Headword (normalized/stripped):
κολουραιος
IDX:
23146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23147
Key:
κολουραῖος

Data

{'headword_display': '<b>κολουραῖος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κολουραῖος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>Ion.adj</PS><Ety><Ref>κόλουρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>with a section missing</Def><aS2><Indic>of a stone</Indic><Tr>hollow</Tr><Au>Call.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'κολουραῖος'}