Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κόλλυβος
κολλῡ́ρᾱ
κολλώδης
κολοβός
κολοβότης
κολοβόω
κολόβωμα
κολοίαρχος
κολοιός
κολόκῡμα
κολοκύντη
κόλον
κόλος
κολοσσός
κολοσυρτός
κολουραῖος
κόλουρος
κόλουσις
κολούω
κολοφών
κολπίᾱς
View word page
κολοκύντη
κολοκύντηης
dial.κολοκύντᾱᾱς
f
a kind of edible gourdgourdAlc.fig.ref. to large lumps of discharge in the eyesAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κολοκύντη
Headword (normalized):
κολοκύντη
Headword (normalized/stripped):
κολοκυντη
IDX:
23141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23142
Key:
κολοκύντη

Data

{'headword_display': '<b>κολοκύντη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κολοκύντη</HL><Infl>ης</Infl><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>κολοκύντᾱ</FmHL><DInfl><FmInfl>ᾱς</FmInfl></DInfl></DL><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>a kind of edible gourd</Def><Tr>gourd</Tr><Au>Alc.</Au><nS2><Indic>fig.ref. to large lumps of discharge in the eyes</Indic><Au>Ar.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'κολοκύντη'}