Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κόλλῑξ
κολλομελέω
κόλλοψ
κολλυβιστής
κόλλυβος
κολλῡ́ρᾱ
κολλώδης
κολοβός
κολοβότης
κολοβόω
κολόβωμα
κολοίαρχος
κολοιός
κολόκῡμα
κολοκύντη
κόλον
κόλος
κολοσσός
κολοσυρτός
κολουραῖος
κόλουρος
View word page
κολόβωμα
κολόβωμαατοςn piece taken awaymissing part, amputated partof an object or entityArist.

ShortDef

the part taken away in mutilation

Debugging

Headword:
κολόβωμα
Headword (normalized):
κολόβωμα
Headword (normalized/stripped):
κολοβωμα
IDX:
23137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23138
Key:
κολόβωμα

Data

{'headword_display': '<b>κολόβωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κολόβωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>piece taken away</Def><Tr>missing part, amputated part<Expl>of an object or entity</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κολόβωμα'}