Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κολλητός
κολλῑκοφάγος
κόλλῑξ
κολλομελέω
κόλλοψ
κολλυβιστής
κόλλυβος
κολλῡ́ρᾱ
κολλώδης
κολοβός
κολοβότης
κολοβόω
κολόβωμα
κολοίαρχος
κολοιός
κολόκῡμα
κολοκύντη
κόλον
κόλος
κολοσσός
κολοσυρτός
View word page
κολοβότης
κολοβότηςητοςf shortnessw.gen.of breath, as a physical infirmityPlu.

ShortDef

stuntedness

Debugging

Headword:
κολοβότης
Headword (normalized):
κολοβότης
Headword (normalized/stripped):
κολοβοτης
IDX:
23135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23136
Key:
κολοβότης

Data

{'headword_display': '<b>κολοβότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κολοβότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>shortness<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of breath, as a physical infirmity</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κολοβότης'}