Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κολλήεις
κόλλησις
κολλητός
κολλῑκοφάγος
κόλλῑξ
κολλομελέω
κόλλοψ
κολλυβιστής
κόλλυβος
κολλῡ́ρᾱ
κολλώδης
κολοβός
κολοβότης
κολοβόω
κολόβωμα
κολοίαρχος
κολοιός
κολόκῡμα
κολοκύντη
κόλον
κόλος
View word page
κολλώδης
κολλώδηςεςadjκόλλα resembling glueglutinous, slimyPl.

ShortDef

glutinous, viscous

Debugging

Headword:
κολλώδης
Headword (normalized):
κολλώδης
Headword (normalized/stripped):
κολλωδης
IDX:
23133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23134
Key:
κολλώδης

Data

{'headword_display': '<b>κολλώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κολλώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κόλλα</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>resembling glue</Def><Tr>glutinous, slimy</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κολλώδης'}