Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κόλλαβος
κολλάω
κολλήεις
κόλλησις
κολλητός
κολλῑκοφάγος
κόλλῑξ
κολλομελέω
κόλλοψ
κολλυβιστής
κόλλυβος
κολλῡ́ρᾱ
κολλώδης
κολοβός
κολοβότης
κολοβόω
κολόβωμα
κολοίαρχος
κολοιός
κολόκῡμα
κολοκύντη
View word page
κόλλυβος
κόλλυβοςουm small bronze coin of low valueused by money-changerspennyAr. Call.

ShortDef

a small coin

Debugging

Headword:
κόλλυβος
Headword (normalized):
κόλλυβος
Headword (normalized/stripped):
κολλυβος
IDX:
23131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23132
Key:
κόλλυβος

Data

{'headword_display': '<b>κόλλυβος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κόλλυβος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>small bronze coin of low value<Expl>used by money-changers</Expl></Def><Tr>penny</Tr><Au>Ar. Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κόλλυβος'}