Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κολαστικός
κολαφίζω
κολεόν
κολετράω
κόλλα
κόλλαβος
κολλάω
κολλήεις
κόλλησις
κολλητός
κολλῑκοφάγος
κόλλῑξ
κολλομελέω
κόλλοψ
κολλυβιστής
κόλλυβος
κολλῡ́ρᾱ
κολλώδης
κολοβός
κολοβότης
κολοβόω
View word page
κολλῑκο-φάγος
κολλῑκοφάγοςονadjκόλλῑξφαγεῖν of a personbread-roll-eatingAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κολλῑκοφάγος
Headword (normalized):
κολλῑκοφάγος
Headword (normalized/stripped):
κολλικοφαγος
IDX:
23126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23127
Key:
κολλῑκοφάγος

Data

{'headword_display': '<b>κολλῑκο-φάγος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κολλῑκο<hyph/>φάγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κόλλῑξ</Ref><Ref>φαγεῖν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>bread-roll-eating</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κολλῑκοφάγος'}