Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κόλασμα
κολασμός
κολαστέος
κολαστήριον
κολαστής
κολαστικός
κολαφίζω
κολεόν
κολετράω
κόλλα
κόλλαβος
κολλάω
κολλήεις
κόλλησις
κολλητός
κολλῑκοφάγος
κόλλῑξ
κολλομελέω
κόλλοψ
κολλυβιστής
κόλλυβος
View word page
κόλλαβος
κόλλαβοςουm a kind of bread roll or cakebunAr.

ShortDef

cake

Debugging

Headword:
κόλλαβος
Headword (normalized):
κόλλαβος
Headword (normalized/stripped):
κολλαβος
IDX:
23121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23122
Key:
κόλλαβος

Data

{'headword_display': '<b>κόλλαβος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κόλλαβος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>a kind of bread roll or cake</Def><Tr>bun</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κόλλαβος'}