Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κόλαξ
κόλασις
κόλασμα
κολασμός
κολαστέος
κολαστήριον
κολαστής
κολαστικός
κολαφίζω
κολεόν
κολετράω
κόλλα
κόλλαβος
κολλάω
κολλήεις
κόλλησις
κολλητός
κολλῑκοφάγος
κόλλῑξ
κολλομελέω
κόλλοψ
View word page
κολετράω
κολετράωcontr.vb tramplestamp ona personAr.

ShortDef

to trample on

Debugging

Headword:
κολετράω
Headword (normalized):
κολετράω
Headword (normalized/stripped):
κολετραω
IDX:
23119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23120
Key:
κολετράω

Data

{'headword_display': '<b>κολετράω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κολετράω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>trample<or/>stamp on</Tr><Obj>a person<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κολετράω'}