Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κολακεύω
κολακικός
κόλαξ
κόλασις
κόλασμα
κολασμός
κολαστέος
κολαστήριον
κολαστής
κολαστικός
κολαφίζω
κολεόν
κολετράω
κόλλα
κόλλαβος
κολλάω
κολλήεις
κόλλησις
κολλητός
κολλῑκοφάγος
κόλλῑξ
View word page
κολαφίζω
κολαφίζωvb punch with the fistpuncha personNT.

ShortDef

to buffet

Debugging

Headword:
κολαφίζω
Headword (normalized):
κολαφίζω
Headword (normalized/stripped):
κολαφιζω
IDX:
23117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23118
Key:
κολαφίζω

Data

{'headword_display': '<b>κολαφίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κολαφίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Def>punch with the fist</Def><Tr>punch</Tr><Obj>a person<Au>NT.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κολαφίζω'}