Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κολάζω
κολακείᾱ
κολάκευμα
κολακευτικός
κολακεύω
κολακικός
κόλαξ
κόλασις
κόλασμα
κολασμός
κολαστέος
κολαστήριον
κολαστής
κολαστικός
κολαφίζω
κολεόν
κολετράω
κόλλα
κόλλαβος
κολλάω
κολλήεις
View word page
κολαστέος
κολαστέοςᾱ ονvbl.adj of wrongdoersto be punishedcorrectedPl.

ShortDef

to be chastised

Debugging

Headword:
κολαστέος
Headword (normalized):
κολαστέος
Headword (normalized/stripped):
κολαστεος
IDX:
23113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23114
Key:
κολαστέος

Data

{'headword_display': '<b>κολαστέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κολαστέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of wrongdoers</Indic><Tr>to be punished<or/>corrected</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κολαστέος'}