Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοκκύμηλον
κόκκῡξ
κολάζω
κολακείᾱ
κολάκευμα
κολακευτικός
κολακεύω
κολακικός
κόλαξ
κόλασις
κόλασμα
κολασμός
κολαστέος
κολαστήριον
κολαστής
κολαστικός
κολαφίζω
κολεόν
κολετράω
κόλλα
κόλλαβος
View word page
κόλασμα
κόλασμαατοςn punishment, penaltyadministered to wrongdoers, soldiersX. Plu.

ShortDef

chastisement

Debugging

Headword:
κόλασμα
Headword (normalized):
κόλασμα
Headword (normalized/stripped):
κολασμα
IDX:
23111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23112
Key:
κόλασμα

Data

{'headword_display': '<b>κόλασμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κόλασμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>punishment, penalty<Expl>administered to wrongdoers, soldiers</Expl></Tr><Au>X. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κόλασμα'}