Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοιτών
κόκκινος
κόκκος
κόκκῡ
κοκκύζω
κοκκύμηλον
κόκκῡξ
κολάζω
κολακείᾱ
κολάκευμα
κολακευτικός
κολακεύω
κολακικός
κόλαξ
κόλασις
κόλασμα
κολασμός
κολαστέος
κολαστήριον
κολαστής
κολαστικός
View word page
κολακευτικός
κολακευτικόςή όνadj relating to flatteryfem.sb.art of flatteryPl.

ShortDef

disposed to flatter, flattering, fawning

Debugging

Headword:
κολακευτικός
Headword (normalized):
κολακευτικός
Headword (normalized/stripped):
κολακευτικος
IDX:
23106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23107
Key:
κολακευτικός

Data

{'headword_display': '<b>κολακευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κολακευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>relating to flattery</Def><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of flattery</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'κολακευτικός'}