Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοιρανέω
κοιρανίδαι
κοίρανος
κοιτάζομαι
κοιταῖος
κοίτη
κοιτίς
κοῖτος
κοιτών
κόκκινος
κόκκος
κόκκῡ
κοκκύζω
κοκκύμηλον
κόκκῡξ
κολάζω
κολακείᾱ
κολάκευμα
κολακευτικός
κολακεύω
κολακικός
View word page
κόκκος
κόκκοςουm seedof a pomegranatehHom. Hdt. Call.of mustardNT.grainof wheatNT.

ShortDef

a grain, seed

Debugging

Headword:
κόκκος
Headword (normalized):
κόκκος
Headword (normalized/stripped):
κοκκος
IDX:
23098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23099
Key:
κόκκος

Data

{'headword_display': '<b>κόκκος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κόκκος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>seed<Expl>of a pomegranate</Expl></Tr><Au>hHom. Hdt. Call.</Au><nS2><Indic>of mustard</Indic><Au>NT.</Au></nS2><nS2><Tr>grain<Expl>of wheat</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'κόκκος'}