Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Κοῖος
κοιρανέω
κοιρανίδαι
κοίρανος
κοιτάζομαι
κοιταῖος
κοίτη
κοιτίς
κοῖτος
κοιτών
κόκκινος
κόκκος
κόκκῡ
κοκκύζω
κοκκύμηλον
κόκκῡξ
κολάζω
κολακείᾱ
κολάκευμα
κολακευτικός
κολακεύω
View word page
κόκκινος
κόκκινοςη ονadjκόκκος of clothes, a blushing manscarlet, bright redMen. NT.

ShortDef

scarlet

Debugging

Headword:
κόκκινος
Headword (normalized):
κόκκινος
Headword (normalized/stripped):
κοκκινος
IDX:
23097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23098
Key:
κόκκινος

Data

{'headword_display': '<b>κόκκινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κόκκινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κόκκος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of clothes, a blushing man</Indic><Tr>scarlet, bright red</Tr><Au>Men. NT.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κόκκινος'}