Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοῖος
Κοῖος
κοιρανέω
κοιρανίδαι
κοίρανος
κοιτάζομαι
κοιταῖος
κοίτη
κοιτίς
κοῖτος
κοιτών
κόκκινος
κόκκος
κόκκῡ
κοκκύζω
κοκκύμηλον
κόκκῡξ
κολάζω
κολακείᾱ
κολάκευμα
κολακευτικός
View word page
κοιτών
κοιτώνῶνοςm bedchamberNT.

ShortDef

a bed-chamber

Debugging

Headword:
κοιτών
Headword (normalized):
κοιτών
Headword (normalized/stripped):
κοιτων
IDX:
23096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23097
Key:
κοιτών

Data

{'headword_display': '<b>κοιτών</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κοιτών</HL><Infl>ῶνος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>bedchamber</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κοιτών'}