Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοινωνίᾱ
κοινωνικός
κοινωνός
κοινωφελής
Κοιογενής
κοῖος
Κοῖος
κοιρανέω
κοιρανίδαι
κοίρανος
κοιτάζομαι
κοιταῖος
κοίτη
κοιτίς
κοῖτος
κοιτών
κόκκινος
κόκκος
κόκκῡ
κοκκύζω
κοκκύμηλον
View word page
κοιτάζομαι
κοιτάζομαιmid.vbκοίτηdial.3sg.aor.
κοιτάξατο
go to bed, sleepw.prep.phr.in a placePi. Plb. Plu.

ShortDef

go to sleep

Debugging

Headword:
κοιτάζομαι
Headword (normalized):
κοιτάζομαι
Headword (normalized/stripped):
κοιταζομαι
IDX:
23091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23092
Key:
κοιτάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>κοιτάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κοιτάζομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>κοίτη</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>dial.3sg.aor.</Lbl><Form>κοιτάξατο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>go to bed, sleep</Tr><Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>in a place<Au>Pi. Plb. Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'κοιτάζομαι'}